- καλοφέγγω
- καλόφεξα, φέγγω καλά: Έφυγε προτού να καλοφέξει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοφέγγω — 1. φέγγω καλά, φωτίζω αρκετά 2. (ως απρόσ.) καλοφέγγει α) υπάρχει αρκετό φως β) (για την αυγή) ξημερώνει, φέγγει καλά … Dictionary of Greek